γράμματα — γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήτε νεῖν, μήτε γράμματα ἐπίσταται. — См. Аза в глаза не смыслит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αιολικά Γράμματα — Λογοτεχνικό περιοδικό, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1971 και δημοσίευσε σημαντικά αφιερώματα για σημαντικές φυσιογνωμίες των ελληνικών γραμμάτων (Ελύτη, Βενέζη, Βάρναλη, Ρίτσο κ.ά.) … Dictionary of Greek
Αιτωλικά Γράμματα — Διμηνιαίο περιοδικό λόγου και τέχνης με έδρα το Αγρίνιο, που το διηύθυνε συντακτική επιτροπή με εκδότη τον Μάρκο Γκιόλια. Κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1960 έως τον Οκτώβριο του 1962 … Dictionary of Greek
δημόσια γράμματα — Είδος αρχαίας ελληνικής καθημερινής εφημερίδας των επίσημων ειδήσεων, που κατέγραφαν και τηρούσαν διάφοροι γραμματείς και αντιγραφείς στο καταλογείον, δηλαδή στο πρωτόκολλο. Στη Ρώμη, τα δ.γ. ονομάζονταν acta diurna ή απλώς acta … Dictionary of Greek
Ελεύθερα Γράμματα — Τίτλος εβδομαδιαίου και, αργότερα, δεκαπενθήμερου περιοδικού, που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1945 έως τις αρχές του 1950, με ενδιάμεσες διακοπές … Dictionary of Greek
Ελληνικά Γράμματα — Αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1927 από τους Κωστή Μπαστιά και Βασίλη Μαλατάκη. Στην αρχή ήταν δεκαπενθήμερο, αλλά από τον Μάιο του 1929 έγινε εβδομαδιαίο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποχώρησε ο δεύτερος συνεκδότης. Το … Dictionary of Greek
Κυπριακά Γράμματα — Λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου, που εκδιδόταν στη Λευκωσία (1934 56). Το περιοδικό διηύθυνε από το 1948 ο Νίκος Κρανιδιώτης. Στο περιοδικό καταχωρήθηκαν συνεργασίες σημαντικών λογοτεχνών της Κύπρου, της Ελλάδας και του απόδημου ελληνισμού.… … Dictionary of Greek
Νέα Γράμματα — Τίτλος μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού, που ιδρύθηκε το 1935 από τον Γ. Κατσίμπαλη, με διευθυντή τον Α. Καραντώνη. Η έκδοσή του διακόπηκε κατά διαστήματα, και το 1945 οριστικά … Dictionary of Greek
γράμμαθ' — γράμματα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc pl γράμματι , γράμμα that which is drawn neut dat sg γράμματε , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)